γάγγραινα: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γάγγραινα''': ἡ, ([[γράω]]) πληγὴ ἢ [[ἀπόστημα]] διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ [[πέριξ]] μέρη, [[ὅπερ]] καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται [[σφάκελος]], Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D.
|lstext='''γάγγραινα''': ἡ, ([[γράω]]) πληγὴ ἢ [[ἀπόστημα]] διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ [[πέριξ]] μέρη, [[ὅπερ]] καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται [[σφάκελος]], Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />gangrène.<br />'''Étymologie:''' [[γράω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάγγραινα Medium diacritics: γάγγραινα Low diacritics: γάγγραινα Capitals: ΓΑΓΓΡΑΙΝΑ
Transliteration A: gángraina Transliteration B: gangraina Transliteration C: gaggraina Beta Code: ga/ggraina

English (LSJ)

ἡ, (γράω ?)

   A gangrene, Hp.Mochl.33, 2 Ep.Ti.2.17, Dsc.1.61, Plu.2.65d, Gal.18(1).687.

Greek (Liddell-Scott)

γάγγραινα: ἡ, (γράω) πληγὴ ἢ ἀπόστημα διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ πέριξ μέρη, ὅπερ καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται σφάκελος, Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gangrène.
Étymologie: γράω.