ὀχληρία: Difference between revisions
From LSJ
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
(6_11) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀχληρία''': ἡ, ὀχληρότης, Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Ζ΄, 26). | |lstext='''ὀχληρία''': ἡ, ὀχληρότης, Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Ζ΄, 26). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀχληρία]], ἡ (Α) [[οχληρός]]<br />[[οχληρότητα]], [[φορτικότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A troublesomeness, importunity, LXX Ec.7.26 (25).
German (Pape)
[Seite 430] ἡ, die Lästigkeit, LXX. u. a. Sp. Von
Greek (Liddell-Scott)
ὀχληρία: ἡ, ὀχληρότης, Ἑβδ. (Ἐκκλησ. Ζ΄, 26).
Greek Monolingual
ὀχληρία, ἡ (Α) οχληρός
οχληρότητα, φορτικότητα.