τάρες: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(6_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάρες''': γενικ. τάρων, συντετμημένον ἀντὶ τέτταρες, τάρων [[ὀβολῶν]] Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11, πρβλ. [[ταρτημόριον]].
|lstext='''τάρες''': γενικ. τάρων, συντετμημένον ἀντὶ τέτταρες, τάρων [[ὀβολῶν]] Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11, πρβλ. [[ταρτημόριον]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />(συντετμημένος τ.) <b>βλ.</b> [[τέσσερεις]].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρες Medium diacritics: τάρες Low diacritics: τάρες Capitals: ΤΑΡΕΣ
Transliteration A: táres Transliteration B: tares Transliteration C: tares Beta Code: ta/res

English (LSJ)

gen. τάρων, shortd. for τέτταρες, Amphis 30.11; cf. ταρτημόριον.

German (Pape)

[Seite 1071] τάρων, vulgäre Abkürzung für τέσσαρες, Amphis bei Ath. VI, 224 e (V. 11).

Greek (Liddell-Scott)

τάρες: γενικ. τάρων, συντετμημένον ἀντὶ τέτταρες, τάρων ὀβολῶν Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 11, πρβλ. ταρτημόριον.

Greek Monolingual

Α
(συντετμημένος τ.) βλ. τέσσερεις.