ἀποικεσία: Difference between revisions
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
(6_9) |
(big3_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποικεσία''': ἡ, = [[ἀποίκησις]], ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, Ἐβδ. (Βασιλ. Δ΄, κδ΄, 15, κ. ἀλλ.). | |lstext='''ἀποικεσία''': ἡ, = [[ἀποίκησις]], ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, Ἐβδ. (Βασιλ. Δ΄, κδ΄, 15, κ. ἀλλ.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[destierro]] esp. de la cautividad ἐν ἀποικεσίᾳ εἰς γῆν ἀλλοτρίαν LXX <i>Psalm.Salom</i>.9.1, ἀποικεσίαι μάχιμοι destierros hostiles</i> LXX 4<i>Re</i>.19.25, τοὺς ἰσχυροὺς ... ἀπήγαγεν ἀποικεσίαν LXX 4<i>Re</i>.24.15, οἱ υἱοὶ ἀποικεσίας los hijos de la cautividad</i> LXX 2<i>Es</i>.6.19, cf. 16. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀποίκησις, esp. of the Captivity, LXX4 Ki.24.15, al.
German (Pape)
[Seite 304] ἡ, Auswanderung, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικεσία: ἡ, = ἀποίκησις, ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, Ἐβδ. (Βασιλ. Δ΄, κδ΄, 15, κ. ἀλλ.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
destierro esp. de la cautividad ἐν ἀποικεσίᾳ εἰς γῆν ἀλλοτρίαν LXX Psalm.Salom.9.1, ἀποικεσίαι μάχιμοι destierros hostiles LXX 4Re.19.25, τοὺς ἰσχυροὺς ... ἀπήγαγεν ἀποικεσίαν LXX 4Re.24.15, οἱ υἱοὶ ἀποικεσίας los hijos de la cautividad LXX 2Es.6.19, cf. 16.