συσσύρω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_3)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συσσύρω''': [ῡ], [[σύρω]] [[ὁμοῦ]], [[συσσωρεύω]], Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433.
|lstext='''συσσύρω''': [ῡ], [[σύρω]] [[ὁμοῦ]], [[συσσωρεύω]], Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[σύρω]]<br /><b>1.</b> [[σαρώνω]] [[μαζί]], [[συσσωρεύω]] («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] εδώ κι [[εκεί]] («ταῑς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).
}}
}}

Revision as of 12:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσύρω Medium diacritics: συσσύρω Low diacritics: συσσύρω Capitals: ΣΥΣΣΥΡΩ
Transliteration A: syssýrō Transliteration B: syssyrō Transliteration C: syssyro Beta Code: sussu/rw

English (LSJ)

[ῡ],

   A pull about, LXX 2 Ma.5.16; sweep together, ὀνομάτων συρφετόν Phryn.400.    2 sweep along with one, τοὺς ἀκούοντας, of Carneades compared to a torrent, Numen. ap. Eus.PE14.8.

Greek (Liddell-Scott)

συσσύρω: [ῡ], σύρω ὁμοῦ, συσσωρεύω, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ κεφ. Ε΄, 16), Φρύν. 433.

Greek Monolingual

Α σύρω
1. σαρώνω μαζί, συσσωρεύω («Μένανδρος συσσύρας τὸν τοσούτων ὀνομάτων συρφετόν», Φρύν.)
2. τραβώ εδώ κι εκεί («ταῑς βεβήλοις χερσὶ συσσύρων ἀπεδίδου», ΠΔ).