ἀναιρετήριος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(6_14) |
(big3_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναιρετήριος''': ὁ, = [[ἀναιρετικός]], παρὰ Τζέτζ. εἰς Ἔργα κ. Ἡμ. Ἡσιόδ. 142. | |lstext='''ἀναιρετήριος''': ὁ, = [[ἀναιρετικός]], παρὰ Τζέτζ. εἰς Ἔργα κ. Ἡμ. Ἡσιόδ. 142. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[destructivo]] χαλκός Procl.<i>ad Hes.Op</i>.142 (exégesis de Tz.p.109). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 21 August 2017
English (LSJ)
α, ον,
A = ἀναιρετικός, Tz. ad Hes.Op. 142.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιρετήριος: ὁ, = ἀναιρετικός, παρὰ Τζέτζ. εἰς Ἔργα κ. Ἡμ. Ἡσιόδ. 142.
Spanish (DGE)
-α, -ον
destructivo χαλκός Procl.ad Hes.Op.142 (exégesis de Tz.p.109).