βεβρός: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(6_4) |
(big3_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βεβρός''': -ά, -όν, [[ἀνόητος]], [[βλάξ]], [[δεσποτέω]] βεβροῦ, ἐν τέλει χωλιαμβικοῦ στίχου, Ἱππῶν. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. σ. 310· ὁ Ἡσύχ. γράφει [[βεμβρός]]. | |lstext='''βεβρός''': -ά, -όν, [[ἀνόητος]], [[βλάξ]], [[δεσποτέω]] βεβροῦ, ἐν τέλει χωλιαμβικοῦ στίχου, Ἱππῶν. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. σ. 310· ὁ Ἡσύχ. γράφει [[βεμβρός]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βεμβ- Hsch.<br />[[necio]], [[tonto]], [[δεσποτέω]] βεβροῦ Hippon.49.2, cf. Hsch.s.u. y l.c. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A stupid, δεσπότεω βεβροῦ Hippon.64; also βεμβρός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
βεβρός: -ά, -όν, ἀνόητος, βλάξ, δεσποτέω βεβροῦ, ἐν τέλει χωλιαμβικοῦ στίχου, Ἱππῶν. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. σ. 310· ὁ Ἡσύχ. γράφει βεμβρός.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): βεμβ- Hsch.
necio, tonto, δεσποτέω βεβροῦ Hippon.49.2, cf. Hsch.s.u. y l.c.