λευκομέλας: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_4)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκομέλᾱς''': -αινα, αν, «ἀσπρόμαυρος», [[φαιός]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 163, Τζέτζ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λευκομέλας]], ὁ, = Λιβόνοτος, Genelli in Wolf’s Anal. 4. 478.
|lstext='''λευκομέλᾱς''': -αινα, αν, «ἀσπρόμαυρος», [[φαιός]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 163, Τζέτζ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[λευκομέλας]], ὁ, = Λιβόνοτος, Genelli in Wolf’s Anal. 4. 478.
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκομέλας]], -αινα, -αν (AM)<br />αυτός που έχει όψη ή [[χροιά]] μελανόλευκη, ασπρόμαυρος.
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκομέλᾱς Medium diacritics: λευκομέλας Low diacritics: λευκομέλας Capitals: ΛΕΥΚΟΜΕΛΑΣ
Transliteration A: leukomélas Transliteration B: leukomelas Transliteration C: lefkomelas Beta Code: leukome/las

English (LSJ)

αινα, αν,

   A grey, Hdn.Epim.163, Tz.ad Lyc.334.

German (Pape)

[Seite 34] αινα, αν, weißschwarz, weiß und schwarz, grau, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λευκομέλᾱς: -αινα, αν, «ἀσπρόμαυρος», φαιός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 163, Τζέτζ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., λευκομέλας, ὁ, = Λιβόνοτος, Genelli in Wolf’s Anal. 4. 478.

Greek Monolingual

λευκομέλας, -αινα, -αν (AM)
αυτός που έχει όψη ή χροιά μελανόλευκη, ασπρόμαυρος.