χύμευσις: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(6_8)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χύμευσις''': -εως, ἡ, ἡ συγχώνευσις, [[σύμμιξις]] μετάλλων, Εὐστ. 828. 16, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122.
|lstext='''χύμευσις''': -εως, ἡ, ἡ συγχώνευσις, [[σύμμιξις]] μετάλλων, Εὐστ. 828. 16, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122.
}}
{{grml
|mltxt=-εύσεως, ἡ, Μ<br />[[κράμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χυμεία]], μέσω ενός αμάρτυρου ρ. [[χυμεύω]] (<b>βλ.</b> και λ. [[χημεία]])].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῠμευσις Medium diacritics: χύμευσις Low diacritics: χύμευσις Capitals: ΧΥΜΕΥΣΙΣ
Transliteration A: chýmeusis Transliteration B: chymeusis Transliteration C: chymefsis Beta Code: xu/meusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A alloy, EM630.52, Eust.828.16, Tz.ad Hes.Sc.122.

Greek (Liddell-Scott)

χύμευσις: -εως, ἡ, ἡ συγχώνευσις, σύμμιξις μετάλλων, Εὐστ. 828. 16, Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Μ
κράμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυμεία, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. χυμεύω (βλ. και λ. χημεία)].