ἑλειοσέλινον: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
(6_22) |
(11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλειοσέλῑνον''': τό, τὸ ἐν ἑλώδεσι τόποις φυόμενον [[ἀγριοσέλινον]], Apium graveolens, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3· [[ὑδροσέλινον]] ἄγριον, Διοσκ. 3. 75. | |lstext='''ἑλειοσέλῑνον''': τό, τὸ ἐν ἑλώδεσι τόποις φυόμενον [[ἀγριοσέλινον]], Apium graveolens, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3· [[ὑδροσέλινον]] ἄγριον, Διοσκ. 3. 75. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἑλειοσέλινο και ἐλειοσέλινον, το (Α)<br />αγριοσέλινο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
or ἑλεο-, τό,
A marsh-celery, Apium graveolens, Thphr. HP7.6.3, Dsc.3.64.
German (Pape)
[Seite 794] τό, Sumpfeppich, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλειοσέλῑνον: τό, τὸ ἐν ἑλώδεσι τόποις φυόμενον ἀγριοσέλινον, Apium graveolens, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3· ὑδροσέλινον ἄγριον, Διοσκ. 3. 75.
Greek Monolingual
ἑλειοσέλινο και ἐλειοσέλινον, το (Α)
αγριοσέλινο.