ἔμβαρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
(6_14)
(big3_14b)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμβαρος''': ὁ, [[νουνεχής]], «ἔμβαρός εἰμι· [[νουνεχής]], [[φρόνιμος]]» Σουΐδ., ἀλλὰ καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[ἔμβαρος]]· [[ἠλίθιος]], [[μωρός]], ἢ [[νουνεχής]]. Μένανδρος φάσματι (Ἀποσπ. ΙΙ. σ. 219)»· ‒ «τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν παραπαιόντων καὶ μεμηνότων» Σουΐδ, ἐν λέξει [[ἔμβαρος]], ἐν τέλει.
|lstext='''ἔμβαρος''': ὁ, [[νουνεχής]], «ἔμβαρός εἰμι· [[νουνεχής]], [[φρόνιμος]]» Σουΐδ., ἀλλὰ καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[ἔμβαρος]]· [[ἠλίθιος]], [[μωρός]], ἢ [[νουνεχής]]. Μένανδρος φάσματι (Ἀποσπ. ΙΙ. σ. 219)»· ‒ «τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν παραπαιόντων καὶ μεμηνότων» Σουΐδ, ἐν λέξει [[ἔμβαρος]], ἐν τέλει.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἔμβᾰρος) -ον<br />[[despierto de mente]], [[rico en recursos]], [[que tiene ingenio]] s. cont., Paus.ε 35, φρόνησις Hsch.ο 1680<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ Ἔ. n. de un personaje οὐκ Ἔ. ἐστιν οὖτος este no es precisamente Embaro</i>, e.d., no es muy despierto</i> Men.<i>Phasm</i>.80, de donde el prov. οὐκ Ἔμβαρος εἶ ref. a personas obtusas o necias, Men.<i>Fr</i>.330, cf. Paus.Gr.ε 35, Apostol.7.10, Sud., Eust.331.30, <i>App.Prou</i>.2.54<br /><b class="num">•</b>interpr. posteriormente en sent. neg. como [[obtuso]], [[estúpido]], [[necio]] Hsch. • DMic.: <i>e-qa-ro</i>.
}}
}}

Revision as of 12:08, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβᾰρος Medium diacritics: ἔμβαρος Low diacritics: έμβαρος Capitals: ΕΜΒΑΡΟΣ
Transliteration A: émbaros Transliteration B: embaros Transliteration C: emvaros Beta Code: e)/mbaros

English (LSJ)

ον,

   A of weighty sense, Men.Phasm.Fr.3, Id.11D. (where perh.,= ἔμβαρος 11), cf. Paus.Gr.Fr.163; but also,= ἠλίθιος, μωρός, Hsch.    II pregnant, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβαρος: ὁ, νουνεχής, «ἔμβαρός εἰμι· νουνεχής, φρόνιμος» Σουΐδ., ἀλλὰ καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἔμβαρος· ἠλίθιος, μωρός, ἢ νουνεχής. Μένανδρος φάσματι (Ἀποσπ. ΙΙ. σ. 219)»· ‒ «τάττεται δὲ ἐπὶ τῶν παραπαιόντων καὶ μεμηνότων» Σουΐδ, ἐν λέξει ἔμβαρος, ἐν τέλει.

Spanish (DGE)

(ἔμβᾰρος) -ον
despierto de mente, rico en recursos, que tiene ingenio s. cont., Paus.ε 35, φρόνησις Hsch.ο 1680
subst. ὁ Ἔ. n. de un personaje οὐκ Ἔ. ἐστιν οὖτος este no es precisamente Embaro, e.d., no es muy despierto Men.Phasm.80, de donde el prov. οὐκ Ἔμβαρος εἶ ref. a personas obtusas o necias, Men.Fr.330, cf. Paus.Gr.ε 35, Apostol.7.10, Sud., Eust.331.30, App.Prou.2.54
interpr. posteriormente en sent. neg. como obtuso, estúpido, necio Hsch. • DMic.: e-qa-ro.