θεαρός: Difference between revisions

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source
(6_14)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεᾱρός''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ [[θεωρός]], Ἐπίχαρμ. 58 Ahr.
|lstext='''θεᾱρός''': ὁ, Δωρ. ἀντὶ [[θεωρός]], Ἐπίχαρμ. 58 Ahr.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεαρός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[θεωρός]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>Θεαροί</i><br />[[τίτλος]] έργου του Επιχάρμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. του [[θεωρός]]].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱρός Medium diacritics: θεαρός Low diacritics: θεαρός Capitals: ΘΕΑΡΟΣ
Transliteration A: thearós Transliteration B: thearos Transliteration C: thearos Beta Code: qearo/s

English (LSJ)

ὁ, Dor. for θεωρός (q.v.): Θεαροί, οἱ, title of poem by Epich., Ath.9.408d.

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, dor. = θεωρός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱρός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ θεωρός, Ἐπίχαρμ. 58 Ahr.

Greek Monolingual

θεαρός, ὁ (Α)
1. θεωρός
2. στον πληθ. Θεαροί
τίτλος έργου του Επιχάρμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θεωρός].