ῥύπον: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥύπον''': [ῡ], τό, = [[ὀρός]], «[[ὀρός]]: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. [[ῥύπον]])· ἔστι δὲ [[ὑποστάθμη]] γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. [[ὀρός]]: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150. | |lstext='''ῥύπον''': [ῡ], τό, = [[ὀρός]], «[[ὀρός]]: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. [[ῥύπον]])· ἔστι δὲ [[ὑποστάθμη]] γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. [[ὀρός]]: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />crasse, saleté ; <i>fig.</i> souillure.<br />'''Étymologie:''' [[ῥύπος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], τό,
A = ὀρός, whey, Phot.
German (Pape)
[Seite 852] τό, hat man = ῥύπος angenommen wegen des plur. ῥύπα, ohne Grund, f. Lob. Phryn. 150.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπον: [ῡ], τό, = ὀρός, «ὀρός: τὸ λεγόμενον ὑφ’ ἡμῶν ῥυπὸν (γραφ. ῥύπον)· ἔστι δὲ ὑποστάθμη γάλακτος» Φώτ. ἐν λ. ὀρός: ἴδε Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 150.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crasse, saleté ; fig. souillure.
Étymologie: ῥύπος.