φρονηματισμός: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
(6_14)
(45)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρονημᾰτισμός''': ὁ, [[ἔπαρσις]], [[τῦφος]], [[ἀλαζονεία]]. Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 136, Θεμίστ. 251Β.
|lstext='''φρονημᾰτισμός''': ὁ, [[ἔπαρσις]], [[τῦφος]], [[ἀλαζονεία]]. Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 136, Θεμίστ. 251Β.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[φρονηματίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σωφρονισμός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[αλαζονεία]], [[έπαρση]].
}}
}}

Revision as of 12:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρονημᾰτισμός Medium diacritics: φρονηματισμός Low diacritics: φρονηματισμός Capitals: ΦΡΟΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: phronēmatismós Transliteration B: phronēmatismos Transliteration C: fronimatismos Beta Code: fronhmatismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A presumptuousness, arrogance, Plb(?).Fr.235, Them.Or.21.251b.

German (Pape)

[Seite 1308] ὁ, das Muthig-, Edelmüthig-, Großmüthigmachen; aber auch tadelnd, das Hochmüthig-, Stolzmachen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

φρονημᾰτισμός: ὁ, ἔπαρσις, τῦφος, ἀλαζονεία. Πολυβ. Ἑλλ. Ἀποσπ. 136, Θεμίστ. 251Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ φρονηματίζω
νεοελλ.
σωφρονισμός
μσν.-αρχ.
αλαζονεία, έπαρση.