Κίλισσα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Κίλισσα''': ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς [[ὄνομα]] δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14.
|lstext='''Κίλισσα''': ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς [[ὄνομα]] δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14.
}}
{{bailly
|btext=ης;<br /><i>adj. f.</i><br />de Cilicie.<br />'''Étymologie:''' [[Κίλιξ]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κίλισσα Medium diacritics: Κίλισσα Low diacritics: Κίλισσα Capitals: ΚΙΛΙΣΣΑ
Transliteration A: Kílissa Transliteration B: Kilissa Transliteration C: Kilissa Beta Code: *ki/lissa

English (LSJ)

[ῐ], ης, ἡ,

   A Cilician woman, A.Ch.732; as the name of a slave, Sch.Ar.Pax362.    2 Adj., fem. of Κιλίκιος, νέες Hdt.8.14.

Greek (Liddell-Scott)

Κίλισσα: ῐ, ης, ἡ, γυνὴ ἐκ Κιλικίας, Αἰσχύλ. Χο. 732· ὡς ὄνομα δούλης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 362. 2) ὡς ἐπίθετ., θηλ. τοῦ Κιλίκιος, Ἡρόδ. 8. 14.

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f.
de Cilicie.
Étymologie: Κίλιξ.