αἱμόρραντος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱμόρραντος''': -ον, ([[ῥαίνω]]) = ὁ ἐρραντισμένος δι’ αἵματος, βεβαμμένος αἵματι· θυσίαι, Εὐρ. Ἄλκ. 135· ξεῖνοι, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 225. | |lstext='''αἱμόρραντος''': -ον, ([[ῥαίνω]]) = ὁ ἐρραντισμένος δι’ αἵματος, βεβαμμένος αἵματι· θυσίαι, Εὐρ. Ἄλκ. 135· ξεῖνοι, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 225. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />arrosé de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[ῥαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:39, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (ῥαίνω)
A blood-sprinkled, θυσίαι E.Alc.134 (anap), cf.IT225 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
αἱμόρραντος: -ον, (ῥαίνω) = ὁ ἐρραντισμένος δι’ αἵματος, βεβαμμένος αἵματι· θυσίαι, Εὐρ. Ἄλκ. 135· ξεῖνοι, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 225.