ὀπωρεύς: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(6_6) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀπωρεύς''': ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ἐπιγρ. Ἀκραιφίας, IG. ant. 151. | |lstext='''ὀπωρεύς''': ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ἐπιγρ. Ἀκραιφίας, IG. ant. 151. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀπωρεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[προσωνυμία]] του [[Διός]] στην Ακραιφία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, epith. of Zeus at Acraephiae, IG7.2733.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρεύς: ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἐπιγρ. Ἀκραιφίας, IG. ant. 151.
Greek Monolingual
ὀπωρεύς, -έως, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός στην Ακραιφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].