Δύσπαρις: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''Δύσπαρις''': -ιδος, ὁ, Κακόπαρις, κακῶν [[πρόξενος]], Ἰλ. Γ. 39. Ν. 769· πρβλ. [[Αἰνόπαρις]], Δυσελένη.
|lstext='''Δύσπαρις''': -ιδος, ὁ, Κακόπαρις, κακῶν [[πρόξενος]], Ἰλ. Γ. 39. Ν. 769· πρβλ. [[Αἰνόπαρις]], Δυσελένη.
}}
{{bailly
|btext=ιδος<br /><i>voc.</i> ι;<br />malheureux <i>ou</i> funeste Pâris.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[Πάρις]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δύσπᾰρις Medium diacritics: Δύσπαρις Low diacritics: Δύσπαρις Capitals: ΔΥΣΠΑΡΙΣ
Transliteration A: Dýsparis Transliteration B: Dysparis Transliteration C: Dysparis Beta Code: *du/sparis

English (LSJ)

ιδος, ὁ,

   A unhappy Paris, Paris of ill omen, Il.3.39, 13.769, Luc.DMort.19.1.

German (Pape)

[Seite 686] ιδος, Unglücks-Paris, Homer zweimal, Iliad. 3, 39. 13, 769 Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 31 Δύσπαρι· δυσώνυμε, κακῶς παρωνομασμένε. Vgl. Κακοΐλιος und Ἄιρος. – Alcman bei Scholl. Iliad. 3, 39 u. bei Eustath. p. 379, 38 (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 642 frgm. 31) Δύσπαρις, αἰνόπαρις, κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρῃ. – Luc. Mort. D. 19.

Greek (Liddell-Scott)

Δύσπαρις: -ιδος, ὁ, Κακόπαρις, κακῶν πρόξενος, Ἰλ. Γ. 39. Ν. 769· πρβλ. Αἰνόπαρις, Δυσελένη.

French (Bailly abrégé)

ιδος
voc. ι;
malheureux ou funeste Pâris.
Étymologie: δυσ-, Πάρις.