σίμβλιος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_4) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίμβλιος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σίμβλον, εἰς κυψέλην, ἀμφίβ. παρὰ τῷ Διοσκ. 2. 104. | |lstext='''σίμβλιος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σίμβλον, εἰς κυψέλην, ἀμφίβ. παρὰ τῷ Διοσκ. 2. 104. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α [[σίμβλος]]<br />αυτός που ανήκει στον σίμβλο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of a hive, found in one, dub. in Dsc.2.82: prob. f.l. for Λιλυβαῖον or Ὑβλαῖον, cf. Ruf. ap. Orib. 2.63.3.
German (Pape)
[Seite 882] zum Bienenstocke gehörig, darin befindlich, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
σίμβλιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σίμβλον, εἰς κυψέλην, ἀμφίβ. παρὰ τῷ Διοσκ. 2. 104.
Greek Monolingual
-ον, Α σίμβλος
αυτός που ανήκει στον σίμβλο.