μονώτης: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονώτης''': -ου, μεμονωμένος, [[μονήρης]], Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16., 9. 9, 3· [[βίος]] μ., [[μονήρης]] [[βίος]], [[αὐτόθι]] 1. 7, 6· - θηλ., μονῶτις φωνὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 30.
|lstext='''μονώτης''': -ου, μεμονωμένος, [[μονήρης]], Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16., 9. 9, 3· [[βίος]] μ., [[μονήρης]] [[βίος]], [[αὐτόθι]] 1. 7, 6· - θηλ., μονῶτις φωνὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 30.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui vit seul, solitaire.<br />'''Étymologie:''' [[μονόω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονώτης Medium diacritics: μονώτης Low diacritics: μονώτης Capitals: ΜΟΝΩΤΗΣ
Transliteration A: monṓtēs Transliteration B: monōtēs Transliteration C: monotis Beta Code: monw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A solitary, Arist.EN1099b4, 1170a5, Fr.668; βίος μ. a solitary life, Id.EN1097b9, Max.Tyr.21.7: fem. μον-ῶτις, φωνή Arist.HA625b9.

German (Pape)

[Seite 206] ὁ, der ganz allein steht, vereinsamt; Arist. Eth. 1, 7, 6, vgl. 8, 16; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μονώτης: -ου, μεμονωμένος, μονήρης, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 8, 16., 9. 9, 3· βίος μ., μονήρης βίος, αὐτόθι 1. 7, 6· - θηλ., μονῶτις φωνὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 30.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui vit seul, solitaire.
Étymologie: μονόω.