πλαγιόφαλλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(6_14)
 
(32)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλαγιόφαλλος''': ὁ, [[πλάγιος]] [[φαλλός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰθύφαλλος]], Εὐδοκία σ. 413.
|lstext='''πλαγιόφαλλος''': ὁ, [[πλάγιος]] [[φαλλός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰθύφαλλος]], Εὐδοκία σ. 413.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[φαλλός]] με [[πλάγια]] [[κλίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[φαλλός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πλαγιόφαλλος: ὁ, πλάγιος φαλλός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰθύφαλλος, Εὐδοκία σ. 413.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
φαλλός με πλάγια κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φαλλός.