ἐξοπλισμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_15)
(12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξοπλισμός''': ὁ, ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ ἀγροῦ καὶ οἴκου, τὰ [[ἔπιπλα]], τὰ σκεύη, Βασιλικ. Βιβλ. 20, τιτ. 1. κ. 3.
|lstext='''ἐξοπλισμός''': ὁ, ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ ἀγροῦ καὶ οἴκου, τὰ [[ἔπιπλα]], τὰ σκεύη, Βασιλικ. Βιβλ. 20, τιτ. 1. κ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐξοπλισμός]]) [[εξοπλίζω]]<br /><b>1.</b> ο [[εφοδιασμός]] με όλα τα αναγκαία όπλα<br /><b>2.</b> ο [[εφοδιασμός]] με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ.<br /><b>3.</b> τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο [[εξοπλισμός]] του εργαστηρίου», «[[εξοπλισμός]] του σκάφους», «[[εξοπλισμός]] ξενοδοχείου», «[[αθλητικός]] [[εξοπλισμός]]» ή «[[εξοπλισμός]] του σταδίου, του γυμναστηρίου» κ.λπ., «ἀγροῡ καὶ οἰκίας [[ἐξοπλισμός]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>οι εξοπλισμοί</i><br />το [[σύνολο]] τών πολεμικών μέσων ενός κράτους.
}}
}}

Revision as of 06:31, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, Ausrüstung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξοπλισμός: ὁ, ὁ ἐξοπλισμὸς τοῦ ἀγροῦ καὶ οἴκου, τὰ ἔπιπλα, τὰ σκεύη, Βασιλικ. Βιβλ. 20, τιτ. 1. κ. 3.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξοπλισμός) εξοπλίζω
1. ο εφοδιασμός με όλα τα αναγκαία όπλα
2. ο εφοδιασμός με τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη, εργαλεία, όργανα κ.λπ.
3. τα απαραίτητα εξαρτήματα, σκεύη κ.λπ. («ο εξοπλισμός του εργαστηρίου», «εξοπλισμός του σκάφους», «εξοπλισμός ξενοδοχείου», «αθλητικός εξοπλισμός» ή «εξοπλισμός του σταδίου, του γυμναστηρίου» κ.λπ., «ἀγροῡ καὶ οἰκίας ἐξοπλισμός»)
νεοελλ.
οι εξοπλισμοί
το σύνολο τών πολεμικών μέσων ενός κράτους.