κάπρειος: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_4) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάπρειος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν κάπρον, ὁ τοῦ κάπρου, καπρείων... ὀδόντων, Νόνν. Δ. 18. 245. | |lstext='''κάπρειος''': -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν κάπρον, ὁ τοῦ κάπρου, καπρείων... ὀδόντων, Νόνν. Δ. 18. 245. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κάπρειος]], -εία, -ον (Α) [[κάπρος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπρο. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:38, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A of the wild boar, ὀδόντες Nonn.D.18.245.
German (Pape)
[Seite 1324] vom Eber, ὀδόντες, Zähne des Ebers, Nonn. D. 18, 245.
Greek (Liddell-Scott)
κάπρειος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν κάπρον, ὁ τοῦ κάπρου, καπρείων... ὀδόντων, Νόνν. Δ. 18. 245.
Greek Monolingual
κάπρειος, -εία, -ον (Α) κάπρος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπρο.