εὐηχής: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐηχής''': Δωρ. εὐᾱχής, ές, [[καλῶς]] ἠχῶν, [[εὔηχος]], Πινδ. Π. 2. 25, Καλλ. εἰς Δῆλ. 296, Πλούτ. 2. 437D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐηχές· εὔφωνον, εὔφημον». | |lstext='''εὐηχής''': Δωρ. εὐᾱχής, ές, [[καλῶς]] ἠχῶν, [[εὔηχος]], Πινδ. Π. 2. 25, Καλλ. εἰς Δῆλ. 296, Πλούτ. 2. 437D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐηχές· εὔφωνον, εὔφημον». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />au bruit harmonieux <i>ou</i> sonore.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἦχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. εὐᾱχης, ές,
A well-sounding, tuneful, ὕμνος Pi.P.2.14; ὑμέναιος Call.Del.296; ὄργανον Plu.2.437d; euphonious, Phld. Po.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηχής: Δωρ. εὐᾱχής, ές, καλῶς ἠχῶν, εὔηχος, Πινδ. Π. 2. 25, Καλλ. εἰς Δῆλ. 296, Πλούτ. 2. 437D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐηχές· εὔφωνον, εὔφημον».