ἐράνισις: Difference between revisions
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐράνῐσις''': -εως, ἡ, συλλογὴ συνεισφορῶν, [[συνεισφορά]], Πλάτ. Νόμ. 915Ε· [[προσέτι]], ἐρανισμός, ὁ, Διον. Ἁλ. 6. 96. | |lstext='''ἐράνῐσις''': -εως, ἡ, συλλογὴ συνεισφορῶν, [[συνεισφορά]], Πλάτ. Νόμ. 915Ε· [[προσέτι]], ἐρανισμός, ὁ, Διον. Ἁλ. 6. 96. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐράνισις]], ἡ (Α) [[ερανίζω]]<br /><b>1.</b> [[συλλογή]] συνεισφορών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A collecting of contributions, contributing, Pl.Lg.915e. II (written ἐράνησις) feeding, maintenance, προβάτων PMasp.141vb11 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1017] ἡ, = Folgdm, Plat. Legg. XI, 915 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἐράνῐσις: -εως, ἡ, συλλογὴ συνεισφορῶν, συνεισφορά, Πλάτ. Νόμ. 915Ε· προσέτι, ἐρανισμός, ὁ, Διον. Ἁλ. 6. 96.