λέανσις: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(6_9) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λέανσις''': ἢ λείανσις, εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι λεῖον, Κλήμ. Ἀλ. 263. 2) τὸ κατασυντρίβειν, συντρίβειν, ἀλέθειν, Ὀρειβ. 318 Matth. | |lstext='''λέανσις''': ἢ λείανσις, εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι λεῖον, Κλήμ. Ἀλ. 263. 2) τὸ κατασυντρίβειν, συντρίβειν, ἀλέθειν, Ὀρειβ. 318 Matth. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λέανσις]], -εως, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λείανση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
or λείανσις, εως, ἡ,
A grinding down, Antyll. ap. Orib.10.23.17; τροφῆς Anon.Lond.Fr.2.1, cf. Gal.14.714.
German (Pape)
[Seite 21] ἡ, das Glätten, Ebenen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λέανσις: ἢ λείανσις, εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι λεῖον, Κλήμ. Ἀλ. 263. 2) τὸ κατασυντρίβειν, συντρίβειν, ἀλέθειν, Ὀρειβ. 318 Matth.