κελύφανον: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(6_22) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κελύφᾰνον''': ῡ, τό, = [[κέλυφος]], κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «[[κελύφανον]], ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81. | |lstext='''κελύφᾰνον''': ῡ, τό, = [[κέλυφος]], κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «[[κελύφανον]], ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κελύφανον]], τὸ (Α)<br />το [[κέλυφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέλυφος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ανον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έδρ</i>-<i>ανον</i>, <i>όργ</i>-<i>ανον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], τό,
A = κέλυφος, Lyc.89, Luc.VH2.38 (dub.).
German (Pape)
[Seite 1416] τό, = κελύφη; VLL. erkl. λεπίσματα τῶν τραγημάτων, vgl. Luc. V. H. 2, 38. Bei Lycophr. 89 Eierschaale.
Greek (Liddell-Scott)
κελύφᾰνον: ῡ, τό, = κέλυφος, κελυφάνῳ ὠστρακωμένην, ἔνθα ὁ Σχολ. «τῷ ὑμένι τοῦ ᾠοῦ περιβεβλημένην», Λυκόφρ. 89, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 38· «κελύφανα· λεπίσματα» Ἡσύχ., «τῶν τραγημάτων» προστίθησιν ὁ Φώτ.· «κελύφανον, ἐπὶ τῶν τραγημάτων καὶ τῶν ὀσπρίων» Ἀμμών. σ. 81.
Greek Monolingual
κελύφανον, τὸ (Α)
το κέλυφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρ-ανον, όργ-ανον)].