ξυλοτρώκτης: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
(6_19)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλοτρώκτης''': -ου, ὁ, ὁ τρώγων ξύλα, Σουΐδ. ἐν λ. [[τερηδών]].
|lstext='''ξῠλοτρώκτης''': -ου, ὁ, ὁ τρώγων ξύλα, Σουΐδ. ἐν λ. [[τερηδών]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξυλοτρώκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώγει τα ξύλα («[[τερηδών]]» — [[σκώληξ]] [[ξυλοτρώκτης]]», λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> [[τρώκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σχινο</i>-[[τρώκτης]].
}}
}}

Revision as of 11:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοτρώκτης Medium diacritics: ξυλοτρώκτης Low diacritics: ξυλοτρώκτης Capitals: ΞΥΛΟΤΡΩΚΤΗΣ
Transliteration A: xylotrṓktēs Transliteration B: xylotrōktēs Transliteration C: ksylotroktis Beta Code: culotrw/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A eating wood, σκώληξ Suid. s.v. τερηδών.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, Holznager, -spalter, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοτρώκτης: -ου, ὁ, ὁ τρώγων ξύλα, Σουΐδ. ἐν λ. τερηδών.

Greek Monolingual

ξυλοτρώκτης, ὁ (Α)
αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» — σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινο-τρώκτης.