ξυλοτρώκτης

From LSJ

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοτρώκτης Medium diacritics: ξυλοτρώκτης Low diacritics: ξυλοτρώκτης Capitals: ΞΥΛΟΤΡΩΚΤΗΣ
Transliteration A: xylotrṓktēs Transliteration B: xylotrōktēs Transliteration C: ksylotroktis Beta Code: culotrw/kths

English (LSJ)

ξυλοτρώκτου, ὁ, eating wood, σκώληξ Suid. s.v. τερηδών.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, Holznager, -spalter, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοτρώκτης: -ου, ὁ, ὁ τρώγων ξύλα, Σουΐδ. ἐν λ. τερηδών.

Greek Monolingual

ξυλοτρώκτης, ὁ (Α)
αυτός που τρώγει τα ξύλα («τερηδών» — σκώληξ ξυλοτρώκτης», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + τρώκτης (< τρώγω), πρβλ. σχινοτρώκτης.