ἀναφάλαντος: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(6_18)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναφάλαντος''': -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ [[ὑπεράνω]] τοῦ μετώπου [[μέρος]] τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ [[πρόσωπον]] μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ [[αὐτοῦ]], ἀναφάλαντός ἐστιν» Ἑβδ. (Λευϊτ. ιγ΄, 41). - ἀναφάλας, ὁ, Μαλαλ.: ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''ἀναφάλαντος''': -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ [[ὑπεράνω]] τοῦ μετώπου [[μέρος]] τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ [[πρόσωπον]] μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ [[αὐτοῦ]], ἀναφάλαντός ἐστιν» Ἑβδ. (Λευϊτ. ιγ΄, 41). - ἀναφάλας, ὁ, Μαλαλ.: ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ανθος <i>PPetr</i>.1.19.4, 5, 7 (III a.C.), <i>BGU</i> 1971.27 (II a.C.), <i>PAdl</i>.5.2.10 (II a.C.); -ανδός <i>A.Petr.et Paul</i>.9, 21; [[ἀναφάλας]] Io.Mal.<i>Chron</i>.5.106, 10.256, Tz.<i>Alleg.Il</i>.p.47.9<br />[[calvo por delante]], [[con entradas]], <i>PCair.Zen</i>.347.1 (III a.C.), <i>PPar</i>.5.1.5 (II a.C.), <i>PSI</i> 1131.6 (I d.C.), LXX <i>Le</i>.13.41.
}}
}}

Revision as of 12:13, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφάλαντος Medium diacritics: ἀναφάλαντος Low diacritics: αναφάλαντος Capitals: ΑΝΑΦΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: anaphálantos Transliteration B: anaphalantos Transliteration C: anafalantos Beta Code: a)nafa/lantos

English (LSJ)

ον,

   A forehead-bald, LXX Le.13.41, freq. in Pap., PPar.5.1.5 (ii B.C.), etc.:—ἀναφαλάντ-ανθος, PPetr.1p.54 (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 213] mit kahlem Vorderkopfe, Sp.; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφάλαντος: -ον, ὁ, ἔχων ἄτριχον τὸ ὑπεράνω τοῦ μετώπου μέρος τῆς κεφαλῆς, «ἐὰν δὲ κατὰ πρόσωπον μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ, ἀναφάλαντός ἐστιν» Ἑβδ. (Λευϊτ. ιγ΄, 41). - ἀναφάλας, ὁ, Μαλαλ.: ἴδε Δουκάγγ.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): -ανθος PPetr.1.19.4, 5, 7 (III a.C.), BGU 1971.27 (II a.C.), PAdl.5.2.10 (II a.C.); -ανδός A.Petr.et Paul.9, 21; ἀναφάλας Io.Mal.Chron.5.106, 10.256, Tz.Alleg.Il.p.47.9
calvo por delante, con entradas, PCair.Zen.347.1 (III a.C.), PPar.5.1.5 (II a.C.), PSI 1131.6 (I d.C.), LXX Le.13.41.