κράνα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(6_6)
(sl1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κράνα''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[κρήνη]]. ΙΙ. = [[κεφαλή]], Ἡσύχ.
|lstext='''κράνα''': Δωρ. ἀντὶ τοῦ [[κρήνη]]. ΙΙ. = [[κεφαλή]], Ἡσύχ.
}}
{{Slater
|sltr=<b>κρᾱνα</b> (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[spring]] Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν (P. 3.69) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the [[spring]] Kyre in [[Cyrene]] (P. 4.294) [[πρόσθα]] μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον [[Εὐρωπία]] [[κράνα]] Μέλ [ανό] ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui [[Εὐρωπία]] ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον [[ὕδωρ]] *fr. 104b.*] κράνας ο [ὐ π] ρολείπει [ὕ] δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. [[test]]., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα [[τὰς]] κρήνας λέγων fr. 326.
}}
}}

Revision as of 12:17, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράνα Medium diacritics: κράνα Low diacritics: κράνα Capitals: ΚΡΑΝΑ
Transliteration A: krána Transliteration B: krana Transliteration C: krana Beta Code: kra/na

English (LSJ)

   A v. κρήνη.    II = κεφαλή, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κράνα: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κρήνη. ΙΙ. = κεφαλή, Ἡσύχ.

English (Slater)

κρᾱνα (-α, -ᾳ, -αν; -ᾶν.)
   1spring Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων (P. 1.39) Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν (P. 3.69) κράναν Ὑπερῇδα λιπών (P. 4.125) ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ the spring Kyre in Cyrene (P. 4.294) πρόσθα μὲν ἲς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλ [ανό] ς τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον (Wil., Turyn, qui Εὐρωπία ῥοαί appositionem esse existimat verborum ἶς Ἀχελωίου: v. Wil., GGA, 1900, 43) fr. 70. 2. κελάρυξεν, ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b.*] κράνας ο [ὐ π] ρολείπει [ὕ] δωρ (supp. Lobel) Θρ. 4. 18. test., Σ Ammon. Hom., Φ 1; Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326.