χαλαίπους: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(6_14) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰλαίπους''': ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, [[Ἥφαιστος]] Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους. | |lstext='''χᾰλαίπους''': ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, [[Ἥφαιστος]] Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, Α<br />αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει [[σταθερά]], που κουτσαίνει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλαι</i>- (για τη [[μορφή]] <b>βλ. λ.</b> [[χαλώ]]) <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κραταί</i>-[[πους]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος:—
A with loose, trailing feet, halting, Ἥφαιστος Nic.Th.458; vv.ll. χωλοίπους, κυλλόπους.
German (Pape)
[Seite 1326] ποδος, ὁ, ἡ, neutr. πουν, mit schlaffen, schleppenden Füßen, schleppfüßig, hinkend, v. l. für χωλοίπους od. κυλοίπους bei Nic. Th. 458.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰλαίπους: ὁ, ἡ, οὐδέτ. -πουν· ― ὁ ἔχων τοὺς πόδας χαλαρούς, ὁ σύρων αὐτοὺς περιπατῶν, χωλὸς, Ἥφαιστος Νικ. Θηρ. 458· διάφορ. γραφαί: χωλοίπους, κυλοίπους.
Greek Monolingual
-ουν, Α
αυτός που δεν μπορεί να βαδίσει σταθερά, που κουτσαίνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλαι- (για τη μορφή βλ. λ. χαλώ) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. κραταί-πους].