ὡρισμένως: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_6) |
(4b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὡρισμένως''': Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὁρίζω]], ὡς καὶ νῦν, κατὰ τρόπον ὡρισμένον, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 31 καὶ 34, Τοπικ. 8. 5, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 2. | |lstext='''ὡρισμένως''': Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὁρίζω]], ὡς καὶ νῦν, κατὰ τρόπον ὡρισμένον, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 31 καὶ 34, Τοπικ. 8. 5, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὡρισμένως:''' [от part. pf. pass. к [[ὁρίζω]] определенным образом, определенно (λέγεσθαι Arst.; προδηλοῦν τι Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 1 January 2019
English (LSJ)
Adv., (ὁρίζω)
A definitely, Arist.Cat.8a36,b17, Top.159b1, Metaph.1020b33, Plb.10.46.10, S.E.M.7.336; with the definite article, Chrysipp.Stoic.2.102; regularly, Sor.1.95.
Greek (Liddell-Scott)
ὡρισμένως: Ἐπίρρ. μετ. παθ. πρκμ. τοῦ ὁρίζω, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τρόπον ὡρισμένον, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 31 καὶ 34, Τοπικ. 8. 5, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 2.
Russian (Dvoretsky)
ὡρισμένως: [от part. pf. pass. к ὁρίζω определенным образом, определенно (λέγεσθαι Arst.; προδηλοῦν τι Polyb.).