στερροβαρής: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(6_8) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στερροβᾰρής''': -ές, σκληρὸς καὶ [[βαρύς]], πιθαν. γραφὴ παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ [[στερεοβαρής]]. | |lstext='''στερροβᾰρής''': -ές, σκληρὸς καὶ [[βαρύς]], πιθαν. γραφὴ παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ [[στερεοβαρής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>βλ.</b> [[στερεοβαρής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A hard and heavy, prob. in Hsch. s.v. κορύνη, for στερεοβαρής.
Greek (Liddell-Scott)
στερροβᾰρής: -ές, σκληρὸς καὶ βαρύς, πιθαν. γραφὴ παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ στερεοβαρής.
Greek Monolingual
-ές, Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. στερεοβαρής.