στερροβαρής
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
στερροβαρές, hard and heavy, prob. in Hsch. s.v. κορύνη, for στερεοβαρής.
Greek (Liddell-Scott)
στερροβᾰρής: -ές, σκληρὸς καὶ βαρύς, πιθαν. γραφὴ παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ στερεοβαρής.
Greek Monolingual
-ές, Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. στερεοβαρής.