εὐρυνεφής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(6_7) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐρυνεφής''': -ές, ὁ ἔχων εὐρέα νέφη, εὐρυνεφεῖ Κηναίῳ Ζηνὶ Βακχυλ. XV (XVI), 17, ἔκδ. Blass. | |lstext='''εὐρυνεφής''': -ές, ὁ ἔχων εὐρέα νέφη, εὐρυνεφεῖ Κηναίῳ Ζηνὶ Βακχυλ. XV (XVI), 17, ἔκδ. Blass. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐρυνεφής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει πλατιά σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευρυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεφης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[νέφος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρο</i>-<i>νεφής</i>, <i>πυκνο</i>-<i>νεφής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A lord of spreading clouds, Ζεύς B.15.17.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυνεφής: -ές, ὁ ἔχων εὐρέα νέφη, εὐρυνεφεῖ Κηναίῳ Ζηνὶ Βακχυλ. XV (XVI), 17, ἔκδ. Blass.
Greek Monolingual
εὐρυνεφής, -ές (Α)
αυτός που έχει πλατιά σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -νεφης (< νέφος), πρβλ. ερυθρο-νεφής, πυκνο-νεφής].