ὄραμνος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
(6_15) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄραμνος''': ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὀρόδαμνος]], Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 124, Ἀνθ. Π. 5. 292. | |lstext='''ὄραμνος''': ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[ὀρόδαμνος]], Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 124, Ἀνθ. Π. 5. 292. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄραμνος:''' ὁ Anth. = [[ὀρόδαμνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, later form of ὀρόδαμνος, Nic.Al.154, AP5.291.1 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 367] ὁ, = ὀρόδαμνος; Agath. 25 (V, 292), Nic. Al. 154 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ὄραμνος: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ ὀρόδαμνος, Νικάνδρ. Ἀλεξιφ. 124, Ἀνθ. Π. 5. 292.
Russian (Dvoretsky)
ὄραμνος: ὁ Anth. = ὀρόδαμνος.