ἀποξυράω: Difference between revisions
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποξῠράω''': ἤ -έω, ὡς τὸ [[ἀποξύρω]], [[ξυρίζω]] ἐνετελῶς, [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 5. 35˙ ἀποξυρεῖν ταδὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 215˙ ἀπεξύρησε [[αὐτόθι]] 1043˙ τὴν κόμην ἀπεξύρησε Λουκ. περὶ Θυσιῶν 15. | |lstext='''ἀποξῠράω''': ἤ -έω, ὡς τὸ [[ἀποξύρω]], [[ξυρίζω]] ἐνετελῶς, [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 5. 35˙ ἀποξυρεῖν ταδὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 215˙ ἀπεξύρησε [[αὐτόθι]] 1043˙ τὴν κόμην ἀπεξύρησε Λουκ. περὶ Θυσιῶν 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[ἀποξυρέω]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ξυράω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
or ἀποξῠρ-έω,
A shave clean, c. dupl. acc., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλήν Hdt.5.35; ἀποξυρεῖν ταδί Ar.Th.215; ἀπεξύρησε ib.1043; τὴν κόμην ἀπεξύρησε Luc.Sacr.15:—Pass., τὰς κεφαλὰς ἀπεξυρημένοι Polyaen.7.35.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξῠράω: ἤ -έω, ὡς τὸ ἀποξύρω, ξυρίζω ἐνετελῶς, μετὰ διπλῆς αἰτ., τὸν δοῦλον ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 5. 35˙ ἀποξυρεῖν ταδὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 215˙ ἀπεξύρησε αὐτόθι 1043˙ τὴν κόμην ἀπεξύρησε Λουκ. περὶ Θυσιῶν 15.