Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρυσοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_19)
(47c)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χρυσόν, ζητῶν νὰ εὕρῃ χρυσόν, τοῖς χρυσοθήραις ἄρχουσιν Νικήτ. Χρον. 338Α.
|lstext='''χρῡσοθήρας''': -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χρυσόν, ζητῶν νὰ εὕρῃ χρυσόν, τοῖς χρυσοθήραις ἄρχουσιν Νικήτ. Χρον. 338Α.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜ<br /><b>μτφ.</b> [[άτομο]] που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άνθρωπος]] που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]] «[[κυνήγι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεφαντο</i>-<i>θήρας</i>].
}}
}}

Revision as of 06:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1380] ὁ, Goldjäger, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων χρυσόν, ζητῶν νὰ εὕρῃ χρυσόν, τοῖς χρυσοθήραις ἄρχουσιν Νικήτ. Χρον. 338Α.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
μτφ. άτομο που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει
νεοελλ.
άνθρωπος που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ελεφαντο-θήρας].