Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φολλικώδης: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''φολλικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) παρ’ Ἱππ., [[ὅπερ]] κατὰ τὸν Γαλην. = [[θυλακώδης]], «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».
|lstext='''φολλικώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) παρ’ Ἱππ., [[ὅπερ]] κατὰ τὸν Γαλην. = [[θυλακώδης]], «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».
}}
{{bailly
|btext=ης, ες,<br />dartreux, HPC. <i>Épid</i>. 4 p. 430.<br />'''Étymologie:''' φόλλιξ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φολλικώδης Medium diacritics: φολλικώδης Low diacritics: φολλικώδης Capitals: ΦΟΛΛΙΚΩΔΗΣ
Transliteration A: phollikṓdēs Transliteration B: phollikōdēs Transliteration C: follikodis Beta Code: follikw/dhs

English (LSJ)

ες, dub. sens. in Hp.Epid.4.30 (cf. φολιδώδης),

   A full of cavities, spongy, acc. to Gal.19.153; scabby, acc. to Erot., who has φόλλιξ, ικος, ἡ, in sense of a scab, leprous sore.

Greek (Liddell-Scott)

φολλικώδης: -ες, (εἶδος) παρ’ Ἱππ., ὅπερ κατὰ τὸν Γαλην. = θυλακώδης, «φολλικώδεα· τὰ οἰονεὶ θυλακώδεα καὶ σομφὰ» (Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592), ἐν ᾧ ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἑρμηνεύει: «φολλικώδη, τὰ ἐφιλλώδη καὶ λεπρώδη. οἱ γὰρ παλαιοὶ φόλλικας ἐκάλουν τὰς ψωρώδεις τραχύτητας».

French (Bailly abrégé)

ης, ες,
dartreux, HPC. Épid. 4 p. 430.
Étymologie: φόλλιξ.