κρυφιότης: Difference between revisions
From LSJ
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
(6_12) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῠφιότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] τοῦ κρυφίου, μυστικότης, Διον. Ἀρεοπ. σ. 8, 13, 18, κτλ., Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀδηλία]], κλ. | |lstext='''κρῠφιότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] τοῦ κρυφίου, μυστικότης, Διον. Ἀρεοπ. σ. 8, 13, 18, κτλ., Σουΐδ. ἐν λέξ. [[ἀδηλία]], κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρυφιότης]], -ητος, ή (AM) [[κρύφιος]]<br />[[μυστικότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A secrecy, obscurity, Suid. s.v. ἀδηλία, Sch.Opp.H.2.258, Sch.E.Ph.1214.
German (Pape)
[Seite 1516] ητος, ἡ, die Heimlichkeit, Verborgenheit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κρῠφιότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης τοῦ κρυφίου, μυστικότης, Διον. Ἀρεοπ. σ. 8, 13, 18, κτλ., Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδηλία, κλ.
Greek Monolingual
κρυφιότης, -ητος, ή (AM) κρύφιος
μυστικότητα.