ἀκάτη: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(6_9)
(1)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκάτη''': ἡ, = [[ἄκατος]], «ψαμμίας ἀκάτας παρήβησεν, Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 958, ὁ [[τύπος]] [[ἀκάτη]] [[εἶναι]] ἐκ τῶν [[ἅπαξ]] λεγομένων, τοῦ συνήθους τύπου ὄντος [[ἄκατος]].
|lstext='''ἀκάτη''': ἡ, = [[ἄκατος]], «ψαμμίας ἀκάτας παρήβησεν, Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 958, ὁ [[τύπος]] [[ἀκάτη]] [[εἶναι]] ἐκ τῶν [[ἅπαξ]] λεγομένων, τοῦ συνήθους τύπου ὄντος [[ἄκατος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκάτη:''' ἡ атт. = *[[ἀκάτα]].
}}
}}

Latest revision as of 06:00, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 69] ἡ, = ἄκατος, ἀκάτας ψαμμίας Aesch. Ag. 958; zw. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάτη: ἡ, = ἄκατος, «ψαμμίας ἀκάτας παρήβησεν, Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 958, ὁ τύπος ἀκάτη εἶναι ἐκ τῶν ἅπαξ λεγομένων, τοῦ συνήθους τύπου ὄντος ἄκατος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκάτη: ἡ атт. = *ἀκάτα.