συντεκταίνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(6_5)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντεκταίνομαι''': ἀποθετ., [[τεκταίνομαι]], [[κατασκευάζω]] [[ὁμοῦ]], βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, [[ὁμοῦ]] μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.
|lstext='''συντεκταίνομαι''': ἀποθετ., [[τεκταίνομαι]], [[κατασκευάζω]] [[ὁμοῦ]], βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, [[ὁμοῦ]] μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾱν ξυνετεκταίνετο», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[επινοώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεκταίνομαι]] «[[κατασκευάζω]], [[φιλοτεχνώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεκταίνομαι Medium diacritics: συντεκταίνομαι Low diacritics: συντεκταίνομαι Capitals: ΣΥΝΤΕΚΤΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: syntektaínomai Transliteration B: syntektainomai Transliteration C: syntektainomai Beta Code: suntektai/nomai

English (LSJ)

   A help in constructing or making, τὸ πᾶν Pl.Ti.30b, cf. 45b.    2 metaph., help in devising, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Il.10.19; σ. δόλον A.R.1.1295.

Greek (Liddell-Scott)

συντεκταίνομαι: ἀποθετ., τεκταίνομαι, κατασκευάζω ὁμοῦ, βοηθῶ εἰς τὴν κατασκευήν, τὸ πᾶν Πλάτ. Τίμ. 30Β, πρβλ. 45Β. 2) μεταφορ., βοηθῶ εἰς ἐπινόησιν, ὁμοῦ μηχανῶμαι, ἐπινοῶ, εἴ τινά οἱ σὺν μῆτιν ἀμύμονα τεκτήναιτο Ἰλ. Κ. 19· σ. δόλον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1295.

Greek Monolingual

Α
1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾱν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.)
2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»].