συνδετέος: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώ → thrift in the lees is worthless

Source
(6_4)
(nl)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδετέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[συνδέω]], ὃν δεῖ συνδεῖν, ταὐτὶ γάρ ἐστι συνδετέα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 785· οἱ μηροὶ συνδετέοι πρὸς ἀλλήλους Ἱππ. 837E.
|lstext='''συνδετέος''': -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ [[συνδέω]], ὃν δεῖ συνδεῖν, ταὐτὶ γάρ ἐστι συνδετέα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 785· οἱ μηροὶ συνδετέοι πρὸς ἀλλήλους Ἱππ. 837E.
}}
{{elnl
|elnltext=συνδετέος -α -ον, adj. verb. van συνδέω die/dat samengebonden moet worden.
}}
}}

Revision as of 10:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδετέος Medium diacritics: συνδετέος Low diacritics: συνδετέος Capitals: ΣΥΝΔΕΤΕΟΣ
Transliteration A: syndetéos Transliteration B: syndeteos Transliteration C: syndeteos Beta Code: sundete/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be tied or bound together, Ar.Ec.785; πρός τι Hp.Art.77.    II συνδετέον, one must bind together, Paul.Aeg.6.101.

Greek (Liddell-Scott)

συνδετέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συνδέω, ὃν δεῖ συνδεῖν, ταὐτὶ γάρ ἐστι συνδετέα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 785· οἱ μηροὶ συνδετέοι πρὸς ἀλλήλους Ἱππ. 837E.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνδετέος -α -ον, adj. verb. van συνδέω die/dat samengebonden moet worden.