κακοξενία: Difference between revisions

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακοξενία''': ἡ, ἀφιλοξενία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φιλοξενία]], Χαρώνδ. Καταν. παρὰ Στοβ. 289. 40, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 12.
|lstext='''κακοξενία''': ἡ, ἀφιλοξενία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φιλοξενία]], Χαρώνδ. Καταν. παρὰ Στοβ. 289. 40, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 12.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />caractère inhospitalier, inhospitalité.<br />'''Étymologie:''' [[κακόξενος]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοξενία Medium diacritics: κακοξενία Low diacritics: κακοξενία Capitals: ΚΑΚΟΞΕΝΙΑ
Transliteration A: kakoxenía Transliteration B: kakoxenia Transliteration C: kakoksenia Beta Code: kakoceni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A inhospitality, Charond. ap. Stob.4.2.24, Plu.Cat.Mi.12.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, Unfreundlichkeit gegen Fremde, Ungastlichkeit; Charond. Stob. fl. 44, 40; Plut. Cat. min. 12 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακοξενία: ἡ, ἀφιλοξενία, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φιλοξενία, Χαρώνδ. Καταν. παρὰ Στοβ. 289. 40, Πλουτ. Κάτ. Νεώτ. 12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
caractère inhospitalier, inhospitalité.
Étymologie: κακόξενος.