παραπλευρίδια: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραπλευρίδια''': τά, καλύμματα χαλκᾶ τῶν πλευρῶν τῶν πολεμικῶν ἵππων, «ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους.. τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις, τοὺς δ’ ἐπὶ τοῖς ἅρμασι παραπλευριδίοις» Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1.
|lstext='''παραπλευρίδια''': τά, καλύμματα χαλκᾶ τῶν πλευρῶν τῶν πολεμικῶν ἵππων, «ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους.. τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις, τοὺς δ’ ἐπὶ τοῖς ἅρμασι παραπλευριδίοις» Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1.
}}
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />armure qui protégeait le flanc des chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[πλευρά]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλευρίδια Medium diacritics: παραπλευρίδια Low diacritics: παραπλευρίδια Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΙΔΙΑ
Transliteration A: parapleurídia Transliteration B: parapleuridia Transliteration C: paraplevridia Beta Code: parapleuri/dia

English (LSJ)

τά,

   A covers for the sides of war-horses, X.Cyr.6.4.1, Arr.Tact.4.1.

German (Pape)

[Seite 494] τά, die Bedeckung der Seiten an den Streitrossen, Xen. Cyr. 6, 4, 1; vgl. Poll. 2, 167.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλευρίδια: τά, καλύμματα χαλκᾶ τῶν πλευρῶν τῶν πολεμικῶν ἵππων, «ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους.. τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις, τοὺς δ’ ἐπὶ τοῖς ἅρμασι παραπλευριδίοις» Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
armure qui protégeait le flanc des chevaux.
Étymologie: παρά, πλευρά.