τοποκράτωρ: Difference between revisions

From LSJ

χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell

Source
(6_3)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τοποκράτωρ''': [ᾰ], -ορος, ὁ, = [[τόπαρχος]], Παῦλ. Ἀλεξανδρ. 3.
|lstext='''τοποκράτωρ''': [ᾰ], -ορος, ὁ, = [[τόπαρχος]], Παῦλ. Ἀλεξανδρ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=-ορος, ὁ Α- ο [[τόπαρχος]], αυτός που κατέχει την [[εξουσία]] σε έναν [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόπος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κράτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κρατῶ</i>, <b>βλ. λ.</b> [[αυτοκράτορας]]), <b>πρβλ.</b> <i>πλουτο</i>-[[κράτωρ]]].
}}
}}

Revision as of 12:49, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοποκράτωρ Medium diacritics: τοποκράτωρ Low diacritics: τοποκράτωρ Capitals: ΤΟΠΟΚΡΑΤΩΡ
Transliteration A: topokrátōr Transliteration B: topokratōr Transliteration C: topokrator Beta Code: topokra/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ,

   A = τόπαρχος 1, Paul.Al.O. 1.

Greek (Liddell-Scott)

τοποκράτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, = τόπαρχος, Παῦλ. Ἀλεξανδρ. 3.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ Α- ο τόπαρχος, αυτός που κατέχει την εξουσία σε έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτορας), πρβλ. πλουτο-κράτωρ].