ἱππηλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱππηλάσιος''': -α, -ον, ([[ἐλαύνω]]) ὡς τὸ [[ἱππήλατος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν, ἱππ. ὁδός, [[ἁμαξιτός]], Ἰλ. Η. 340, 439.
|lstext='''ἱππηλάσιος''': -α, -ον, ([[ἐλαύνω]]) ὡς τὸ [[ἱππήλατος]], [[ἁρμόδιος]] πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν, ἱππ. ὁδός, [[ἁμαξιτός]], Ἰλ. Η. 340, 439.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />propre aux courses de char.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππήλατος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 1258] α, ον, zum Fahren od. Reiten tauglich, ὁδός, Fahrweg, Il. 7, 340. 439.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππηλάσιος: -α, -ον, (ἐλαύνω) ὡς τὸ ἱππήλατος, ἁρμόδιος πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν, ἱππ. ὁδός, ἁμαξιτός, Ἰλ. Η. 340, 439.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propre aux courses de char.
Étymologie: ἱππήλατος.