ἁμαξιτός
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
ἁμαξιτόν, Ep. and Lyr. ἀμαξιτός, (ἅμαξα, εἶμι
A ibo) traversed by wagons, ἁμαξιτός ὁδός carriage-road, high-road, highway, Pi.N.6.54, X.An.1.2.21; without ὁδός, as substantive, Il.22.146, h.Cer.177, Thgn.599, Hdt.7.200, IG4.926 (Epid.), Tab.Heracl.1.60; ἐν τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς in a place where three ways meet, S.OT716, etc.
2 metaph., πειθοῦς ἁμαξιτός Emp.133; μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν Pi.P.4.247.
Spanish (DGE)
(ἁμαξῐτός) -όν
• Alolema(s): ép., lír. ἀμ-; ἁμαξητός Cyr.Al.M.70.1029B
• Prosodia: [ᾰ-]
de carros ὁδός Pi.N.6.54, X.An.1.2.21, IG 42.71.17 (Epidauro IV a.C.), πεδιάς E.Rh.283
•subst. ἡ ἁμαξιτός = la carretera, la vía, Il.22.146, h.Cer.177, Thgn.599, Parm.B 1.21, X.HG 2.4.10, 7.4.22, A.R.3.874, 1238, Theoc.2.76, TEracl.1.60, Str.5.4.6, 11.2.17, Cyr.Al.M.70.1029B, ἁ. μούνη camino para un solo carro Hdt.7.176, 200, δίκροτος ἁμαξιτός = carretera surcada en ambos sentidos, con dos bandas E.El.775, ἐν τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς en un trivio, en una bifurcación S.OT 716
•fig., de la narración de un mito μακρά μοι νεῖσθαι κατ' ἀμαξιτόν me resulta demasiado largo ir por el camino real Pi.P.4.247
•c. gen. vía πειθοῦς Emp.B 133.
French (Bailly abrégé)
épq. ἀμαξιτός;
ός, όν :
accessible aux voitures, fréquenté par les voitures ; ἡ ἁμαξιτός (ὁδός) grande route.
Étymologie: ἅμαξα.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξῐτός: II эп.-ион. ἀμαξῐτός ἡ (sc. ὁδός) проезжая (большая) дорога Hom., HH, Pind., Soph., Eur., Xen., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξῐτός: -όν, Ἐπ. καὶ λυρ. ἀμ- μετὰ ψιλοῦ πνεύμ., (ἅμαξα, εἶμι) διαβατὸς ἁμάξαις, ἁμαξ. ὁδός, μεγάλη ὁδός δι’ ἁμάξας, Πινδ. Ν. 6. 92. Ξεν. Ἀν. 1. 2, 21. καὶ ἄνευ τοῦ ὁδός, ὡς οὐσιαστ., Ἰλ. Χ. 146, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 177, Θέογν. 599, «ἁμαξιτόν, ὁδὸν δημοσίαν, ἁμάξαις διαπορευτὴν ὁδόν», Ἡσύχ., κτλ. 2) μεταφ., πειθοῦς ἁμ. Ἐμπεδ. 304: μακρά μοι νεῖσθαι κατ’ ἀμαξιτὸν Πινδ. Π. 4. 439.
Greek Monolingual
και -ωτός, -ή, -ό (Α ἁμαξιτός, -ον)
1. (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να διαβεί, να περάσει άμαξα (και γεν. στα νεοελλ. κάθε είδους όχημα)
2. (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) ο (η) ἁμαξιτός (ενν. δρόμος ή οδός)
δημόσια οδός, λεωφόρος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἁμαξιτόν
η ταχύτερη ή ασφαλέστερη μέθοδος για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, ο τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + ιτὸς < εἶμι, ρημ. επίθ. Ο δε τ. ἁμαξωτός < ἁμαξιτός, κατά τα πολλά επίθ. σε -ωτός].
Greek Monotonic
ἁμαξῐτός: -όν, Επικ. και Δωρ. ἀμ-, (ἅμαξα, εἶμι ibo), αυτός που διασχίζεται από άμαξες, ἁμ. ὁδός, δημόσια οδός, οδός που περνούν άμαξες, σε Πίνδ., Ξεν.· και χωρίς το ὁδός, ως ουσ., σε Ομήρ. Ιλ.