πεισιθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεισῐθάνᾰτος''': -ον, ὁ εἰς θάνατον καταπείθων, [[ὄνομα]] τοῦ Ἠγησίου, Διογ. Λ. 2. 86. | |lstext='''πεισῐθάνᾰτος''': -ον, ὁ εἰς θάνατον καταπείθων, [[ὄνομα]] τοῦ Ἠγησίου, Διογ. Λ. 2. 86. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πεισιθάνατος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο<br /><b>αρχ.</b><br />[[επίθετο]] του Ηγησία («[[παραιβάτης]] οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεισι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[πείθω]], <b>πρβλ.</b> [[πεῖσις]] [II]), συνθ. του τύπου <i>τερμψίμβροτος</i>, <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A persuading to die, epithet of Hegesias, D.L.2.86.
German (Pape)
[Seite 547] zum Sterben beredend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεισῐθάνᾰτος: -ον, ὁ εἰς θάνατον καταπείθων, ὄνομα τοῦ Ἠγησίου, Διογ. Λ. 2. 86.
Greek Monolingual
-η, -ο / πεισιθάνατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που πείθει κάποιον να επιθυμήσει τον θάνατο, που προτρέπει στον θάνατο
αρχ.
επίθετο του Ηγησία («παραιβάτης οὗ Ηγησίας ὁ Πεισιθάνατος», Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεισι- (< πείθω, πρβλ. πεῖσις [II]), συνθ. του τύπου τερμψίμβροτος, + θάνατος.